Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα ανταλλακτικά 2) (

См. также в других словарях:

  • ανταλλακτικός — ή, ό 1. ο αναφερόμενος στην ανταλλαγή ή αυτός που χρησιμεύει στην ανταλλαγή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ανταλλακτικά εξαρτήματα μηχανικής διάταξης προορίζονται για αντικατάσταση άλλων όμοιων σε περίπτωση φθοράς ή απώλειας …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλακτικό — (συνήθως ανταλλακτικά). Κάτι που φυλάσσεται ως απόθεμα για να χρησιμοποιηθεί όταν υπάρχει ανάγκη. Αντικαθιστά άλλο όμοιο αντικείμενο όταν αυτό φθαρεί. Συνήθως αναφέρεται σε εξαρτήματα μηχανών (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, ποδηλάτου, τρακτέρ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Μάντσεστερ — I (Manchester). Πόλη (431.061 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Αγγλίας και κομητεία στην περιφέρεια Λανκασάιρ του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι χτισμένη στις δυτικές πλαγιές των Πενίνων, στις όχθες του ποταμού Ίργουελ και αποτελεί μεγάλο βιομηχανικό,… …   Dictionary of Greek

  • Σκόντα — (Skoda). Βιομηχανική εταιρεία σιδηρουργίας και παραγωγής μηχανημάτων της Τσεχίας. Ιδρύθηκε το 1866 στο Πίλσεν από τον Εμίλ Ρίτερ φον Σκόντα (Κεμπ 1839 Πίλσεν 1900). Ξεκίνησε σαν μια μικρή επιχείρηση αλλά γρήγορα πήρε μεγάλη ανάπτυξη ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • Τροχαία — Αστυνομική υπηρεσία η οποία σχετίζεται με ό,τι σύρεται σε τροχούς (αμάξια, ποδήλατα, αυτοκίνητα κλπ.). Τροχαίο υλικό ονομάζονται τα ανταλλακτικά των τροχοφόρων. Ειδικά σήματα, οπτικά ή ακουστικά, που διευκολύνουν την κίνηση των τροχοφόρων,… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλακτικός, -ή — ό 1. αυτός που γίνεται με ανταλλαγή: Το παλαιότερο εμπόριο ήταν το ανταλλακτικό. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ανταλλακτικά εξαρτήματα που χρησιμεύουν για την αντικατάσταση άλλων όμοιων φθαρμένων: Είναι εισαγωγέας ανταλλακτικών αυτοκινήτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάλυση — η 1. διαχωρισμός, διασκόρπιση, αποσύνδεση των μελών ενός συνόλου: Πήρα διάφορα ανταλλακτικά μετά τη διάλυση της μηχανής του κατεστραμμένου αυτοκινήτου. 2. φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ενός στερεού διαλύονται μέσα σε υγρό για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»